- Κολχικος
- Κολχικός3колхидский
(λίνον Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(λίνον Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κολχικός — ή, ό (AM κολχικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κολχίδα ή που προέρχεται από αυτήν («λίνον δὲ τὸ μὲν Κολχικὸν ὑπὸ Ἑλλήνων Σαρδωνικὸν κέκληται». Ηρόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το κολχικό(ν) γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που… … Dictionary of Greek
φασιανός — Ορνιθόμορφο πτηνό της οικογένειας των φασιανιδών. Κατάγεται από την Ασία, είναι συνήθως μεγάλο και έχει εντυπωσιακό φτέρωμα, ιδίως το αρσενικό. Ο κοινός ή κολχικός φ. (phasianus colchicus), που εισήχθη στην Ευρώπη από τα αρχαία χρόνια, φαίνεται… … Dictionary of Greek
Κολχικῶν — Κόλχος fem gen pl Κόλχος masc/neut gen pl Κολχικός fem gen pl Κολχικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολχικόν — Κόλχος masc acc sg Κόλχος neut nom/voc/acc sg Κολχικός masc acc sg Κολχικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόλχος — (6oς; αι. π.Χ.). Αγγειοπλάστης και αγγειογράφος από την Αττική. Είναι γνωστός μόνο από ένα μελανόμορφο αγγείο, που βρέθηκε στη Βούλκα και εκτίθεται στο Μουσείο του Βερολίνου. * * * ο θηλ. Κολχίδα (AM Κόλχος, θηλ. Κολχίς, ίδος) κάτοικος τής… … Dictionary of Greek
Κολχικοῖς — Κόλχος masc/neut dat pl Κολχικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολχικοί — Κόλχος masc nom/voc pl Κολχικός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολχικοῦ — Κόλχος masc/neut gen sg Κολχικός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολχικούς — Κόλχος masc acc pl Κολχικός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολχικῆς — Κόλχος fem gen sg (attic epic ionic) Κολχικός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολχικῇ — Κόλχος fem dat sg (attic epic ionic) Κολχικός fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)